- Κόρακας, Μιχαήλ
- (Πόμπια Κρήτης 1797 – 1889). Αγωνιστής του 1821 και των Κρητικών επαναστάσεων. Πήρε μέρος στις επιχειρήσεις των Σφακιανών εναντίον του Μουσταφά πασά. Αργότερα, επέστρεψε στα Σφακιά και επικεφαλής 50 αρματολών πολέμησε εναντίον των Τούρκων της περιφέρειάς του. Το 1826 βρισκόταν στις δυτικές επαρχίες της Κρήτης και τραυματίστηκε στη μάχη της Μαλάξας. Το 1827 συγκρότησε μικρό στόλο στην Κάρπαθο, με τον οποίο κατέστρεφε όποιο τουρκικό πλοίο συναντούσε. Τελικά, όμως, διώχθηκε από αγγλικό τρίκροτο και αναγκάστηκε να ρίξει τα πλοιάριά του σε βραχώδη ακτή στους Καλούς Λιμένες, αποκρούοντας ταυτόχρονα την προσπάθεια απόβασης των Άγγλων. Το 1828 πήγε στην Πελοπόννησο με 110 Κρητικούς και κατατάχθηκε στο σώμα του Γρίβα, ενώ αργότερα υπηρέτησε υπό τις διαταγές του Καλλέργη. Για τις πολεμικές αρετές και τις υπηρεσίες του στον Αγώνα τού απονεμήθηκε ο χαλκούς σταυρός του Φοίνικος, τιμήθηκε με τον βαθμό του λοχαγού και του παραχωρήθηκαν εκατό στρέμματα γης στο Άργος. Το 1834 επέστρεψε στην Κρήτη όπου τον υποδέχτηκαν με τιμές, ενώ ο Μουσταφά πασάς του παραχώρησε το προνόμιο να φέρει και τα όπλα του. Έλαβε ενεργό μέρος στις επαναστάσεις του 1841 και του 1858. Διετέλεσε σύμβουλος στην επαρχία του, διαπιστευμένος στον Μουσταφά, στο διάστημα μεταξύ των δύο επαναστάσεων. Το 1858 διορίστηκε γιουλπάσης της χωροφυλακής στην επαρχία του και αργότερα γενικός επόπτης χωροφυλακής. Παραιτήθηκε από τα αξιώματα που του είχαν δοθεί από την τουρκική διοίκηση κατά το διάστημα 1863-66, οπότε, έπειτα από συνεννοήσεις με τον στρατηγό Καλλέργη και τον αξιωματικό Ζυμβρακάκη, συγκέντρωσε επαναστατικό σώμα στο Βροντίσι και κήρυξε την επανάσταση στην κεντρική και ανατολική Κρήτη. Μόλις έγιναν γνωστές οι ενέργειές του, οι Τούρκοι έκαψαν σε αντίποινα το πατρικό του σπίτι στα Πόμπια. Αμέσως απάντησε με επιθετική επιδρομή, επικεφαλής 2.000 πεζών και 1.100 ιππέων, και έκαψε 70 τουρκικά χωριά. Στη συνέχεια διορίστηκε γενικός αρχηγός των 12 ανατολικών επαρχιών από την Κρητική εθνοσυνέλευση και εξακολούθησε τον άνισο αγώνα επί τρία χρόνια συνεχώς, επικεφαλής 20.000 αγωνιστών, οι οποίοι είχαν διαιρεθεί σε τμήματα με αρχηγούς οπλαρχηγούς, τους οποίους διόριζε ο ίδιος. Στις επιχειρήσεις αυτές αναδείχθηκαν τα σπάνια στρατηγικά και διοικητικά προσόντα του. Μετά τη λήξη της επανάστασης και έως το 1878 έζησε ως ιδιώτης. Το 1878 κήρυξε και πάλι την επανάσταση. Έπειτα από πρόσκληση του βασιλιά Γεωργίου, επισκέφθηκε την Αθήνα, όπου έγινε δεκτός με βασιλικές τιμές και ενθουσιώδεις εκδηλώσεις. Αργότερα, ταξίδεψε στην Αλεξάνδρεια φιλοξενούμενος του πατριάρχη Φωτίου και το 1889 επέστρεψε στην Κρήτη, όπου κατά την αποβίβασή του από το πλοίο αποθεώθηκε από τους Έλληνες κατοίκους. Πέθανε τον ίδιο χρόνο στην πατρίδα του, σε ηλικία 87 ετών. Στην τοποθεσία Χανιόπορτα του Ηρακλείου υπάρχει ανδριάντας του.
Dictionary of Greek. 2013.